ανόρεχτος

ανόρεχτος
ανόρεχτος, -η, -ο και ανόρεξος, -η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που δεν έχει όρεξη για φαγητό: Είμαι πολύ ανόρεχτος αυτή τη στιγμή· θα φάω αργότερα.
2. άκεφος, δύσθυμος: Γελούσε καμιά φορά, αλλά το γέλιο του ήταν ανόρεχτο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανόρεκτος — κ. ανόρεχτος, η, ο (Α ἀνόρεκτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει όρεξη για φαγητό 2. απρόθυμος, κακόκεφος, κακοδιάθετος νεοελλ. (Σημειολ.) αυτός που πάσχει από ανορεξία αρχ. (με παθ. σημ.) ανεπιθύμητος …   Dictionary of Greek

  • απόσιτος — ἀπόσιτος, ον (AM) αυτός που μένει χωρίς τροφή, νηστικός αρχ. 1. ο πεινασμένος 2. αυτός που δεν έχει όρεξη, ανόρεχτος …   Dictionary of Greek

  • κακόρεχτος — και κακόρεκτος η, ο 1. αυτός που δεν έχει όρεξη, ανόρεχτος 2. αυτός που δεν έχει καλή διάθεση, δύσθυμος, κακόκεφος, αδιάθετος 3. αυτός που γίνεται χωρίς όρεξη, άκεφα, απρόθυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + όρεχτος (< ὀρέγω), πρβλ. αν όρεχτος, καλ… …   Dictionary of Greek

  • κακόσιτος — η, ο (Α κακόσιτος, ον) αυτός που υποσιτίζεται, που δεν τρέφεται καλά, κακοθρεμμένος, ισχνός αρχ. 1. δύσκολος στο φαγητό, αυτός που δεν έχει όρεξη για τροφή, ανόρεχτος 2. μτφ. αυτός που δύσκολα ευχαριστιέται με κάτι, δύσκολος, απαιτητικός («πρὸς… …   Dictionary of Greek

  • άκεφος — η, ο επίρρ. α χωρίς κέφι, ανόρεχτος: Μέρες τώρα φαινόταν άκεφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”